- νεκροπάθεια
- η (Α νεκροπάθεια ή νεκροπαθεία)νεοελλ.παθολογική διάθεση στην οποία παρατηρείται διαδοχική νέκρωση όλων ή τών περισσότερων οστών τού σώματοςαρχ.η νέκρωση τών παθών.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)*- + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. μεγαλο-πάθεια, μονο-πάθεια].
Dictionary of Greek. 2013.